ἑταιρικῶς

ἑταιρικῶς
ἑταιρικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό …   Dictionary of Greek

  • συντροφιά — η / συντροφιά, ΝΜΑ [σύντροφος] σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾱς συντροφία», Στράβ.) νεοελλ. 1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.) 2. συνεταιρισμός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”